- απέοικα
- ἀπέοικα (Α)1. είμαι ανόμοιος, διαφορετικός από κάποιον ή κάτι2. (μτχ. πρκμ.) ἀπεοικὼς κ. ἀπεικώς, -υῑα, -όςα) παράλογος, αφύσικος, προσποιητόςβ) αταίριαστος, ανάρμοστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)-* + έοικα, πρκμ. με σημ. ενεστ., «είμαι όμοιος»].
Dictionary of Greek. 2013.